-
1 χορτάζω
χορτάζω, im Stalle füttern u. mästen; βόας ἔνδον ἐόντας Hes. O. 454; u. so vom Vieh, mästen, τινί, mit Etwas, Ar. Pax 139; auch τινός, fr. 202, Plat. τί ἂν αὐτὰς ἄλλο ἢ τοῠτο ἐχόρταζες, Rep. II, 372 b. – Pass. χορτάζομαι, gemästet werden, sich mästen oder sättigen, schmausen, sp. Comic., Nicostrat. bei Ath. XV, 693 b, vgl. III, 99 b, Araros bei Poll. 6, 43; vgl. Lob. Phryn. p. 64.
См. также в других словарях:
χορτάζω — Α 1. τρέφω βοσκήματα σε στάβλο ώστε να αυξηθεί το πάχος τους (α. «δὴ τότε [χειμῶνος ὥρην] χορτάζειν ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας», Ησίοδ. β. «χορτάσω τὸν κάνθαρον», Αριστοφ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) ταΐζω 3. (αμτβ.) χορταίνω («ἱκανῶς κεχόρτασμαι»,… … Dictionary of Greek